- γγαστρώνω
- 1. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο2. γίνομαι ενοχλητικός («μάς γγάστρωσε με την πολυλογία του»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γγαστρωμένος, -η, -οα) (για γυναίκα) έγκυοςβ) για άντρα (κοιλαράς)γ) παροιμ. «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγγαστρώνω*, με σίγηση τού αρκτικού ε- (πρβλ. γδέρνω < μσν. εγδέρνω, ρωτώ < ερωτώ κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.